προφθάνει

προφθάνει
προφθάνω
outrun
pres ind mp 2nd sg
προφθάνω
outrun
pres ind act 3rd sg
προφθά̱νει , προφθάνω
outrun
pres ind mp 2nd sg (epic)
προφθά̱νει , προφθάνω
outrun
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απρόφταστος — κ. φθαστος, η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να προφτάσει 2. αυτός που δεν τον προφθάνει κανείς στις αξιώσεις του, απαιτητικός πολυδάπανος 3. εκείνος τον οποίο δεν πρόλαβε κανείς να βοηθήσει ή να σώσει …   Dictionary of Greek

  • επικατάληψις — ἐπικατάληψις, ἡ (Α) [επικαταλαμβάνω] το να προφθάνει κανείς, το να φθάνει στο ίδιο ύψος με άλλο …   Dictionary of Greek

  • καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”